ἐγκωμιαστικά

ἐγκωμιαστικά
ἐγκωμιαστικός
panegyrical
neut nom/voc/acc pl
ἐγκωμιαστικά̱ , ἐγκωμιαστικός
panegyrical
fem nom/voc/acc dual
ἐγκωμιαστικά̱ , ἐγκωμιαστικός
panegyrical
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐγκωμιαστικάς — ἐγκωμιαστικά̱ς , ἐγκωμιαστικός panegyrical fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίκκος — (5oς αι. π.Χ.). Αθλητής και δάσκαλος της γυμναστικής από τον Τάραντα. Αναφέρεται εγκωμιαστικά από τον σύγχρονό του, Πλάτωνα, και αργότερα από τον Παυσανία, ο οποίος τον θεωρούσε τον άριστο από τους γυμναστές της εποχής του. Ήταν ο πρώτος που… …   Dictionary of Greek

  • διθυραμβικός — ή, ό (Α διθυραμβικός, ή, όν) [διθύραμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο κατάλληλος για διθύραμβο νεοελλ. φρ. «διθυραμβικά σχόλια» εγκωμιαστικά, επαινετικά αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ διθυραμβικά οι διθύραμβοι …   Dictionary of Greek

  • ευφημιστικός — ή, ό [ευφημιστής] 1. αυτός που γίνεται για ευφημία κάποιου, ο εγκωμιαστικός, ο επαινετικός («ευφημιστική βιβλιοκρισία») 2. αυτός που χρησιμοποιείται κατ ευφημισμόν («ευφημιστικός χαρακτηρισμός»). επίρρ... ευφημιστικώς και ά 1. κατά τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • θωψ — θώψ, ωπός ὁ (Α) 1. ο κόλακας, αυτός που υποθάλπει ανειλικρινώς τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία κάποιου («ἤν τε θεραπεύη τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί» αν κανείς τόν περιποιείται πάρα πολύ, τόν υποπτεύεται ως κόλακα, Ηρόδ.) 2. ως επίθ. φρ. «θῶπες… …   Dictionary of Greek

  • κάλαντα — Εθιμικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν ομάδες παιδιών ή σπανιότερα ενηλίκων, κυρίως την παραμονή των μεγάλων γιορτών του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα). Τα κ. εξιστορούν, μυθοποιημένα, τα περιστατικά των αντίστοιχων ημερών, είναι… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλός, Γεώργιος — (Αιτωλία 1525 – Κόρινθος 1580). Λόγιος. Γεννήθηκε στην Αιτωλία ή, σύμφωνα με άλλους, στην Κόρινθο. Σπούδασε, αλλά και εργάστηκε ως δάσκαλος για πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Βενετία. Τέλος, δίδαξε στα Άγραφα και στην… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”